Introduction

Απόφαση Ολομέλειας ΣτΕ: Αντισυνταγματική η συμμετοχή δικαστών σε μονομελείς συνθέσεις Επιτροπών Προσφυγών, παραπομπή στην Ολομέλεια

Απόφαση Ολομέλειας ΣτΕ: Αντισυνταγματική η συμμετοχή δικαστών σε μονομελείς συνθέσεις Επιτροπών Προσφυγών, παραπομπή στην Ολομέλεια

ste_m

Ολομέλεια ΣτΕ: Αντισυνταγματική η Μονομελής Σύνθεση των Επιτροπών Προσφυγών της Υπηρεσίας Ασύλου

Σε συνέχεια αίτησης ακύρωσης που χειρίστηκε το γραφείο μας, όπου διατυπώθηκε ο σχετικός ισχυρισμός αντισυνταγματικότητας, το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου και τον υποστηρίξαμε. Ο ισχυρισμός έγινε τελικώς δεκτός και η σχετική διάταξη κρίθηκε αντισυνταγματική. Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης:

 

Αριθμός 1150/2025

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Νοεμβρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Μιχαήλ Πικραμένος, Πρόεδρος, Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Ηλίας Μάζος, Άννα Καλογεροπούλου, Δημήτριος Εμμανουηλίδης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Όλγα Ζύγουρα, Βαρβάρα Ραφτοπούλου, Σοφία Βιτάλη, Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου, Βασιλική Κίντζιου, Βικτωρία Πλαπούτα, Όλγα Παπαδοπούλου, Ιωάννης Σύμπλης, Χριστίνα Σιταρά, Αγορίτσα Σδράκα, Χρήστος Λιάκουρας, Βασίλειος Ανδρουλάκης, Κωνσταντία Λαζαράκη, Ειρήνη Σταυρουλάκη, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Γεωργία Ανδριοπούλου, Βασιλική Μόσχου, Ιωάννης Μιχαλακόπουλος, Ουρανία Νικολαράκου, Οδυσσέας Σπαχής, Σύμβουλοι, Νικόλαος Μαρκόπουλος, Χάιδω Ευαγγελίου, Δημήτριος Πυργάκης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ειρήνη Σταυρουλάκη και Ιωάννης Μιχαλακόπουλος, καθώς και ο Πάρεδρος Δημήτριος Πυργάκης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Σταυρούλα Χάρου.

Για να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, που υποβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 534/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης σχετικά με την από 4 Ιουνίου 2021 αίτηση ακυρώσεως:

του ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ του ΧΧΧΧ, διαμένοντος στο Κέντρο Φιλοξενίας Κουτσόχερου Λάρισας, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Μιχαήλ Μήττα (Α.Μ. 11064 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, ο οποίος παρέστη με την Ξανθή Μπασάκου, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 881/2024 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 26882/2020/27.11.2020 απόφαση της 6ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Χριστίνα Σιταρά.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος, τοποθετούμενος επί του προδικαστικού ερωτήματος, ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία διατύπωσε την άποψή της επί του ερωτήματος και των λόγων της ακύρωσης και ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 8 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), της Συμβούλου Βικτωρίας Πλαπούτα, τακτικού μέλους της σύνθεσης που εκδίκασε την κρινόμενη αίτηση, στη διάσκεψη έλαβε μέρος αντ’ αυτής, ως τακτικό μέλος, η Σύμβουλος Ειρήνη Σταυρουλάκη, η οποία είχε ορισθεί αναπληρωματικό, έως τώρα, μέλος της σύνθεσης (βλ. το 155/22.11.2024 πρακτικό διάσκεψης).

2. Επειδή, η από 4.6.2021 αίτηση ακυρώσεως, εισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον του Δ΄ Τμήματος υπό επταμελή σύνθεση, με την από 5.10.2022 πράξη της Προέδρου του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α´ 213), μετά την υποβολή, με την 534/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης προδικαστικού ερωτήματος. Ήδη φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν της 881/2024 παραπεμπτικής απόφασης του Δ΄ Τμήματος, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος. Ο αιτών, αλλοδαπός κατά δήλωσή του ιθαγένειας Τόγκο, ζητεί να ακυρωθεί η 26882/27.11.2020 απόφαση της 6ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών (υπό μονομελή σύνθεση), με την οποία απερρίφθη σε δεύτερο βαθμό το αίτημά του να του χορηγηθεί διεθνής προστασία και διετάχθη, περαιτέρω, η επιστροφή του, με οικειοθελή αναχώρηση από τη Χώρα, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την επίδοση της εν λόγω απόφασης.

3. Επειδή, ειδικότερα, με την προαναφερθείσα απόφαση 534/2022 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης υπεβλήθη στο Συμβούλιο της Επικρατείας το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Είναι σύμφωνες με τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά την αναθεώρηση του 2001, οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, σύμφωνα με τις οποίες οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, όργανα ενταγμένα στη δομή της εκτελεστικής εξουσίας, που ασκούν δικαιοδοτικής φύσης καθήκοντα -ως προς τα οποία καθήκοντα επιτρέπεται, από την παρ. 2 του ως άνω άρθρου του Συντάγματος, η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συλλογικά όργανα-, μπορούν να λειτουργούν και να αποφαίνονται, στις ειδικότερα αναφερόμενες στο εν λόγω άρθρο κατηγορίες υποθέσεων, υπό μονομελή σύνθεση;».

4. Επειδή, με την ως άνω 881/2024 παραπεμπτική στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απόφαση του Δ΄ Τμήματος κρίθηκε ότι παραδεκτώς υπεβλήθη το ανωτέρω προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η δε επίλυσή του παρίσταται κρίσιμη για την έκβαση της δίκης.

5. Επειδή, στο άρθρο 89 του Συντάγματος του 1975, όπως μεταφερθέν στη δημοτική με το Β΄ Ψήφισμα της 6ης Μαρτίου 1986 της Στ΄ Αναθεωρητικής Βουλής («Μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα», Α΄ 24), ίσχυε αρχικώς, πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, ορίζονταν τα ακόλουθα: «1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα. 2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας ή καθηγητές ή υφηγητές ανώτατων σχολών, καθώς και να μετέχουν σε ειδικά διοικητικά δικαστήρια και σε συμβούλια ή επιτροπές, εκτός από τα διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων και εμπορικών εταιρειών. 3. Επιτρέπεται επίσης η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, είτε παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους είτε αποκλειστικά, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ως νόμος ορίζει. 4. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή στην Κυβέρνηση. 5. Επιτρέπεται η συγκρότηση ένωσης δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει». Οι παράγραφοι 2 και 3 του ανωτέρω άρθρου 89 αντικαταστάθηκαν με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84) ως εξής: «2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου. 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει».

6. Επειδή, κατά τον Γενικό Εισηγητή της Πλειοψηφίας στη συζήτηση επί του σχεδίου Συντάγματος του 1975 (Δ. Παπασπύρου, Ολομέλεια της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής, Συνεδρίαση ΠΑ΄, 10 Μαΐου 1975, σελ. 603), το ανωτέρω άρθρο 89, όπως ίσχυε αρχικώς, καθόριζε «μετά σαφηνείας και λογικής ελαστικότητος τα θέματα των απαγορεύσεων και ασυμβιβάστων των δικαστικών λειτουργών». Κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 κρίθηκε αναγκαία η ενίσχυση των εγγυήσεων της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών με την καταρχήν απαγόρευση, πλην των εξαιρέσεων της παραγράφου 2, της άσκησης διοικητικών καθηκόντων από δικαστές. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική έκθεση του Ε. Βενιζέλου, Γενικού Εισηγητή της Πλειοψηφίας, του μηνός Οκτωβρίου 2000, «η πρόταση [του τότε κυβερνώντος κόμματος] θέλει πρωτίστως να διασφαλίσει τη συνταγματική θέση των δικαστικών λειτουργών και να ενισχύσει … τις εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η πιο σημαντική δέσμη τέτοιων εγγυήσεων είναι εκείνες οι διατάξεις με τις οποίες προστατεύεται και ενισχύεται το κύρος του δικαστικού λειτουργού με την αποφυγή περισπάσεων, με την αποφυγή διαδικασιών ή δραστηριοτήτων που μπορεί να υπονομεύουν στην πράξη ή να θέτουν σε αμφισβήτηση συνολικά το κύρος του δικαστικού σώματος … Με εξαίρεση [τα έργα της παραγράφου 2 του άρθρου 89] απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η άσκηση διοικητικών καθηκόντων» (βλ. τον ίδιο και στη συζήτηση της Ολομέλειας της Βουλής επί των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος, Ε. Βενιζέλος σε Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, Περίοδος Ι΄, Σύνοδος Α΄, Πρακτικά Συνεδρίασης ΡΛΒ΄, 7 Μαρτίου 2001, σελ. 579, «Η τρίτη μεγάλη τομή στο κεφάλαιο [του Συντάγματος περί δικαιοσύνης] αφορά την αποτροπή περισπάσεων και πειρασμών. Πρέπει ο δικαστής να μπορεί να ενεργεί χωρίς περισπάσεις και πειρασμούς. Και αυτό αφορά την απαλλαγή του από διοικητικά καθήκοντα ξένα προς τη δικαιοσύνη, με εξαίρεση τις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και τις επιτροπές που έχουν πειθαρχικό και δικαιοδοτικό χαρακτήρα» - τα όργανα που έχουν ελεγκτικό χαρακτήρα προστέθηκαν στη συνέχεια). Ένας δε βουλευτής της μειοψηφίας (Π. Παυλόπουλος, σε Πρακτικά Συνεδριάσεων της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, 11 Οκτωβρίου 2000, σελ. 466, και ανωτέρω Πρακτικά Ολομέλειας της Βουλής της 7ης Μαρτίου 2001, σελ. 597 και 640) επεσήμανε, χωρίς πάντως να αντικρουσθεί, ότι, στις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα περιπτώσεις, επιτρέπεται η άσκηση διοικητικών καθηκόντων από τον δικαστή «συλλογικώς», ήτοι ως μέλος συλλογικού οργάνου, και όχι ατομικώς.

7. Επειδή, με την οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, «σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)» (ΕΕ L 180) -οδηγία περί διαδικασιών- προβλέφθηκαν περαιτέρω, σε σχέση με την προϊσχύσασα οδηγία 2005/85/ΕΕ (ΕΕ L 326), απαιτήσεις για τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 [«σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας» (αναδιατύπωση)] ενόψει της δημιουργίας κοινής διαδικασίας ασύλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προς τον σκοπό του περιορισμού των δευτερογενών μετακινήσεων των αιτούντων διεθνή προστασία μεταξύ των κρατών μελών, όταν αυτές οφείλονται στις διαφορές των νομικών πλαισίων, και της δημιουργίας ισοδύναμων συνθηκών για την εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας 2011/95/ΕΕ στα κράτη μέλη. Με το άρθρο 46 της εν λόγω οδηγίας 2013/32/ΕΕ κατοχυρώνεται το «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής» ενώπιον δικαστηρίου κατά των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών με τις οποίες απορρίπτονται αιτήσεις διεθνούς προστασίας (παρ. 1), ορίζεται δε (παρ. 3) ότι «προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου …». Εξάλλου, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 1 και 4 του ν. 4375/2016 (Α΄ 51 και διόρθωση σφαλμάτων σε Α΄ 57), λειτουργούν στο Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (και ήδη ανήκουν στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, άρθρα 3 π.δ. 123/2016, Α΄ 208, 2 παρ. 1 π.δ. 81/2019, Α΄ 119, και 1 π.δ. 4/2020, Α΄ 4) «Υπηρεσία Ασύλου» και «Αρχή Προσφυγών», αντιστοίχως. Η Υπηρεσία Ασύλου, συγκροτούμενη από την Κεντρική Υπηρεσία Ασύλου και τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Ασύλου, έχει ως αποστολή, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή της νομοθεσίας περί ασύλου και των λοιπών μορφών διεθνούς προστασίας των αλλοδαπών και των ανιθαγενών, είναι δε αρμόδια, μεταξύ άλλων, για την παραλαβή και εξέταση των αιτημάτων διεθνούς προστασίας και την απόφανση επ’ αυτών σε πρώτο βαθμό (άρθρο 1 ν. 4375/2016), ενώ η Αρχή Προσφυγών αποτελείται, εκτός από την Κεντρική Διοικητική Υπηρεσία, από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, οι οποίες είναι αρμόδιες για τη συζήτηση, τη λήψη και την έκδοση αποφάσεων επί των ενδικοφανών προσφυγών κατά των αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 7 του ν. 4375/2016 (άρθρο 4 παρ. 1 του εν λόγω ν. 4375/2016, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 1 του ν. 4399/2016, Α΄ 117). Το άρθρο 5 παρ. 3 του εν λόγω ν. 4375/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 86 παρ. 3 του ν. 4399/2016, όρισε ότι δύο από τα τρία μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών είναι δικαστικοί λειτουργοί των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ακολούθως δε με το άρθρο 116 παρ. 2 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169) αντικαταστάθηκε το ως άνω άρθρο 5 του ν. 4375/2016 και ορίσθηκε στην παράγραφο 2 αυτού ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών αποτελούνται από τρεις δικαστικούς λειτουργούς των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών λειτουργούσαν αρχικώς υπό τριμελή σύνθεση (άρθρο 5 παρ. 2 ν. 4375/2016, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 116 παρ. 2 του ν. 4636/2019), εν συνεχεία, όμως, η παράγραφος 7 του άρθρου 5 του ν. 4375/2016, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε κατά τα ανωτέρω και «αναδιατυπώθηκε» η εν λόγω παράγραφος με το άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 4686/2020 (Α΄ 96, το οποίο άρχισε να ισχύει από τις 12.5.2020), διέλαβε τα εξής: «Κάθε Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών λειτουργεί υπό μονομελή και τριμελή σύνθεση. Κάθε Επιτροπή συνεδριάζει δύο (2) φορές τον μήνα υπό τριμελή σύνθεση και δύο (2) φορές υπό μονομελή σύνθεση, με την επιφύλαξη των ειδικότερα οριζομένων στον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής. Οι προσφυγές εκδικάζονται από την τριμελή σύνθεση. Κατ’ εξαίρεση στη μονομελή σύνθεση εκδικάζονται υποχρεωτικά: α. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία της παραγράφου 9 του άρθρου 83 του ν. 4636/2019 (Α΄ 169), β. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν απορρίψει την αίτηση ως προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 88 του ν. 4636/2019, γ. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 84 του ν. 4636/2019, δ. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία στα σύνορα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 90, καθώς και όταν ο προσφεύγων βρίσκεται σε διαδικασία υποδοχής και ταυτοποίησης ή όταν κρατείται, ε. προσφυγές του άρθρου 113 του ν. 4636/2019, στ. προσφυγές που έχουν κατατεθεί εκπρόθεσμα, ζ. προσφυγές των διαμενόντων στα νησιά Σάμος, Χίος, Λέσβος, Λέρος και Κως» (Τη λειτουργία των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών υπό μονομελή και τριμελή σύνθεση, με, αντίστοιχες προς τις ανωτέρω, αρμοδιότητες της μονομελούς σύνθεσης προβλέπει ήδη η παράγραφος 7 του άρθρου 5 του ν. 4375/2016 όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε εν συνεχεία με το άρθρο 47 του ν. 4947/2022, Α΄ 124). Εξάλλου, ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 25987/25.11.2019 του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη (Β΄ 4284/2019) -τροποποίηση της οποίας γίνεται επίκληση στην προσβαλλόμενη πράξη της 6ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών-, όριζε στο μεν άρθρο 2 παρ. 8 ότι ο Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών «μεριμνά για την κατανομή των προσφυγών στην τριμελή ή μονομελή σύνθεση σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος», στο δε άρθρο 14, υπό τον τίτλο «Σύνθεση Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών», τα ακόλουθα: «1. Κάθε Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών λειτουργεί υπό μονομελή και τριμελή σύνθεση. 2. Οι προσφυγές εκδικάζονται από την τριμελή σύνθεση. Κατ’ εξαίρεση στη μονομελή σύνθεση εκδικάζονται υποχρεωτικά οι προσφυγές: α. κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία [της παραγράφου] 8 του άρθρου 83 του ν. 4636/2019, β. κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 88 του ν. 4636/2019, γ. κατά των αποφάσεων που έχουν απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 84 του ν. 4636/2019 πλην των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 84, δ. που έχουν κατατεθεί εκπρόθεσμα σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 1 περίπτωση γ΄ του ν. 4636/2019. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο στην τριμελή σύνθεση παραπέμπονται προς εκδίκαση, κατόπιν σχετικής πράξης του δικαστή της μονομελούς σύνθεσης, υποθέσεις μείζονος σπουδαιότητας. 3. ...». Ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών, όπως τροποποιήθηκε εκ νέου με την απόφαση 26750/22.10.2020 του ιδίου Υπουργού, Β΄ 4852/4.11.2020, όρισε στο άρθρο 14 παρ. 2 τα εξής: «Οι προσφυγές εκδικάζονται από την τριμελή σύνθεση. Κατ’ εξαίρεση στη μονομελή σύνθεση εκδικάζονται υποχρεωτικά: α. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία της παρ. 9 του άρθρου 83 του ν. 4636/2019, β. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν απορρίψει την αίτηση ως προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 88 του ν. 4636/2019, γ. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 84 του ν. 4636/2019, δ. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία στα σύνορα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 90 του ν. 4636/2019, καθώς και όταν ο προσφεύγων βρίσκεται σε διαδικασία υποδοχής και ταυτοποίησης ή όταν κρατείται, ε. προσφυγές του άρθρου 113 του ν. 4636/2019, στ. προσφυγές των διαμενόντων στα νησιά Σάμος, Χίος, Λέσβος, Λέρος και Κως».

8. Επειδή, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών των άρθρων 4 και 5 του ν. 4375/2016 ιδρύθηκαν προκειμένου να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, περί διαδικασιών, «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου» (ήτοι δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατά το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων). Οι εν λόγω Επιτροπές δεν αποτελούν δικαστήρια, κατά την έννοια του Συντάγματος (ούτε, κατά μείζονα λόγο, ειδικά διοικητικά δικαστήρια ή «δικαστικές επιτροπές», που απαγορεύονται από το Σύνταγμα), αλλά ανεξάρτητες αρχές (εντασσόμενες στην δομή) της εκτελεστικής λειτουργίας του Κράτους, οι οποίες ασκούν αρμοδιότητες «δικαιοδοτικού χαρακτήρα», κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 89 παρ. 2 του Συντάγματος. Και ναι μεν οι Ανεξάρτητες Επιτροπές συγκροτούνται πλέον αποκλειστικά από δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, αλλά τα πρόσωπα αυτά στελεχώνουν τις Επιτροπές και ασκούν τις αρμοδιότητές τους όχι υπό την ιδιότητά των ως δικαστικών λειτουργών, αλλά ως κρατικοί λειτουργοί – μέλη ανεξάρτητων αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας (βλ. ΣτΕ 2347, 2348/2017, 1580, 1581/2021 Ολομ., ΣτΕ 1371/2023). Περαιτέρω, κατά τα προεκτεθέντα, ενώ οι Επιτροπές αποφαίνονταν αρχικώς υπό τριμελή σύνθεση, με τον ν. 4636/2019 ορίσθηκε ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών επιλαμβάνονται υπό μονομελή και τριμελή σύνθεση. Κατά τα διαλαμβανόμενα στη σχετική έκθεση αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων, «Συναφώς, προβλέπονται μονομελείς και τριμελείς συνθέσεις των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών διότι, ως έχει αποδειχθεί από τα στατιστικά των δικαστηρίων, η μονομελής σύνθεση έχει ταχύτητα στην έκδοση των αποφάσεων. Για τον λόγο αυτόν όλες οι διαδικασίες που προϋποθέτουν ιδιαίτερα μικρές προθεσμίες για την έκδοση της απόφασης εντάσσονται στην αρμοδιότητα της μονομελούς σύνθεσης».

9. Επειδή, από τη γραμματική, ιστορική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 89 του Συντάγματος, και ιδίως της παραγράφου 2 αυτού, συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό καθηκόντων μονομελούς διοικητικού οργάνου. Τούτο προκύπτει, α) από το γράμμα της παραγράφου 2 του άρθρου 89, η οποία αναφέρεται σε «συμμετοχή» σε συμβούλια ή επιτροπές, προϋποθέτει δηλαδή συλλογικά όργανα της Διοίκησης. Όπου το Σύνταγμα, άλλωστε, αναφέρεται σε «συμβούλια» ή «επιτροπές» εννοεί συλλογικά όργανα (βλ. ιδίως άρθρα 16 παρ. 6, 47 παρ. 1, 68 ιδίως παρ. 3, 70 ιδίως παρ. 5, 71, 72 παρ. 3 και 4, 81 παρ. 1, 82 παρ. 4, 90 παρ. 1, 91 παρ. 2 και 3, 92 παρ. 3, 102 παρ. 4, 103 παρ. 4), τα οποία αντιδιαστέλλει προς τα «μονοπρόσωπα όργανα» (άρθρο 56 παρ. 1), β) κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 6, υπέρ της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής συνηγορεί η ιστορική ερμηνεία της διάταξης, εφόσον δεν αντικρούσθηκαν οι επισημάνσεις βουλευτή ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση καθηκόντων μονομελούς διοικητικού οργάνου από δικαστικό λειτουργό, γ) στο ίδιο συμπέρασμα άγει και η συστηματική (λογική) ερμηνεία της διάταξης, η οποία, ως εισάγουσα εξαίρεση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 89 γενικό κανόνα της απαγόρευσης της άσκησης διοικητικών καθηκόντων από δικαστικό λειτουργό, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. ΣτΕ 3503/2009 Ολομ., 852/2016), δ) εφόσον σκοπός των εισαχθεισών με την αναθεώρηση του έτους 2001 ρυθμίσεων του άρθρου 89 του Συντάγματος είναι, κατά τα προλεχθέντα, η διαφύλαξη του κύρους των δικαστικών λειτουργών που μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση όταν ο δικαστής εντάσσεται έστω και περιστασιακά στην εκτελεστική λειτουργία του κράτους, τυχόν αντίθετη ερμηνεία της παραγράφου 2 του άρθρου 89, κατά την οποία το Σύνταγμα δεν διακρίνει μεταξύ των μονομελών και των συλλογικών οργάνων από την άποψη που ενδιαφέρει εν προκειμένω, δεν θα ήταν σύμφωνη με τον κατά τα ανωτέρω σκοπό της συνταγματικής διάταξης διότι κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού υφίσταται πολλώ μάλλον στην περίπτωση του συγκροτούμενου από δικαστικό λειτουργό μονομελούς διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 2980-1/2010 βλ. και ΑΔΣΔΔ 33/2012, ΠΕ 113/2017). Το γεγονός ότι οι διατάξεις του αστικού, ποινικού και διοικητικού δικονομικού δικαίου προβλέπουν την άσκηση δικαιοδοτικού έργου όχι μόνον από πολυμελή αλλά και από μονομελή δικαστήρια, το οποίο επικαλείται το Δημόσιο αναφερόμενο στη 2/31.1.2022 (αρ. πρωτ. 11533/2021) γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκδοθείσα επί ερωτήματος σχετικού με τη συνταγματικότητα της νομοθετικής διάταξης (άρθρο 3 παρ. 18 του ν. 2479/1997, Α΄ 67) που προβλέπει τη διενέργεια από εισαγγελικό λειτουργό πειθαρχικής προκαταρκτικής εξέτασης για πειθαρχικά παραπτώματα του προσωπικού των καταστημάτων κράτησης, είναι άμοιρο επιρροής εν προκειμένω. Και τούτο διότι ο κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού, τον οποίο επεδίωξε να αποτρέψει η συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, μπορεί να προκύψει από την «ανάμιξή του στα διοικητικά έργα [η οποία] δημιουργεί αφορμές να υφίσταται κριτική, δικαία ή άδικη, κριτική πάντως υποσκάπτουσα το κύρος του» (αγόρευση του Γ.-Α. Μαγκάκη στη συνεδρίαση της 10ης Μαΐου 1975 της Βουλής, όπου ανωτέρω σελ. 655), και όχι όταν ο δικαστικός λειτουργός ασκεί το κύριο έργο του έστω και ως μονομελές δικαιοδοτικό όργανο. Δεν είναι δε επιτυχής, εν προκειμένω, ούτε η απόπειρα ερμηνείας της κρίσιμης συνταγματικής διάταξης με επιχειρήματα που αντλούνται από την κοινή νομοθεσία (τις διατάξεις περί διοικητικών οργάνων που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα στον χώρο του αθλητισμού), όπως επιχειρεί εν προκειμένω το Δημόσιο. Τέλος, η κατά το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού και δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές διακρίνεται σαφώς από την άσκηση (από τα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια) αρμοδιοτήτων διοικητικής φύσης κατά το άρθρο 94 παρ. 4 του Συντάγματος: στην πρώτη περίπτωση οι δικαστικοί λειτουργοί ενεργούν ως όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση το πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο δρα ως «δικαστήριο» σύμφωνα με τους οικείους γενικούς ή ειδικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι δεν αποκλείεται, κατά τα προεκτεθέντα, να αναθέτουν τη σχετική αρμοδιότητα σε μονομελή δικαιοδοτικά όργανα.

10. Επειδή, μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Μ. Πικραμένος, οι Αντιπρόεδροι Μ. Παπαδοπούλου και Δ. Εμμανουηλίδης και οι Σύμβουλοι Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Σ. Βιτάλη, Β. Κίντζιου, Ι. Σύμπλης, Β. Ανδρουλάκης, Ειρ. Σταυρουλάκη, Μ.-Α. Τσακάλη και Β. Μόσχου, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκαν και οι Πάρεδροι Ν. Μαρκόπουλος και Χ. Ευαγγελίου. Κατά τη γνώμη αυτή, με την παρ. 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, προβλέφθηκε, κατ’ αρχήν -αντιθέτως προς ό,τι ίσχυε προ της ως άνω συνταγματικής αναθεωρήσεως- ως κανόνας, η απαγόρευση ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν εισάγεται με την παρ. 2 του άρθρου αυτού, όπως αναθεωρήθηκε, μόνο προκειμένου περί συμμετοχής σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού χαρακτήρα, ελεγκτικού χαρακτήρα (ήτοι οικονομικού ή δημοσιονομικού ελέγχου- βλ ΣτΕ 3503/2009 Ολομ.) ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα, εφ’ όσον τούτο προβλέπεται ειδικώς από τον νόμο (ΣτΕ 3503/2009 Ολ. 852/2016 κ.ά.). Όπως προκύπτει από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, και ιδίως από τις θέσεις του Γενικού Εισηγητή της πλειοψηφίας που διατυπώθηκαν τόσο στη σχετική έκθεση όσο και στις συζητήσεις στη βουλή, με τις ως άνω ρυθμίσεις ο συντακτικός νομοθέτης απέβλεψε στην αποφυγή άσκησης καθηκόντων εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών που θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και το κύρος του δικαστικού λειτουργήματος. Επομένως, από την ιστορική και τελολογική ερμηνεία του Συντάγματος συνάγεται ότι κρίσιμος για τον συντακτικό νομοθέτη είναι ο χαρακτήρας των καθηκόντων, τα οποία είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτό να ασκεί ο δικαστικός λειτουργός, πέραν των κύριων δικαιοδοτικών καθηκόντων του, και στο πλαίσιο αυτό ορίζει περιοριστικά τα μη δικαιοδοτικά καθήκοντα που μπορεί να ασκούν οι δικαστικοί λειτουργοί καθώς οι σχετικές διατάξεις είναι στενώς ερμηνευτέες (ΣτΕ 3503/2009 Ολ. 852/2016 κ.ά.). Και ναι μεν, κατά το γράμμα της, η διάταξη της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 89 αναφέρεται σε συλλογικά όργανα, όμως ενόψει της ως άνω ιστορικής και τελολογικής ερμηνείας των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, είναι ανεκτή η ανάθεση αρμοδιοτήτων πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα σε δικαστικούς λειτουργούς, ως μονομελών οργάνων, διότι ο συντακτικός νομοθέτης έχει προνοήσει για την προστασία του κύρους του δικαστικού λειτουργήματος προβλέποντας περιοριστικά τα καθήκοντα εκείνα τα οποία κατά την κρίση του συνάδουν με το δικαστικό λειτούργημα. Άλλωστε με την περιοριστική απαρίθμηση ο συντακτικός νομοθέτης προστατεύει τους δικαστικούς λειτουργούς και όταν μετέχουν σε συλλογικά όργανα, τα οποία μπορεί να αποτελούνται καθ’ ολοκληρίαν από δικαστικούς λειτουργούς, οπότε και πάλι θα ετίθετο ζήτημα αμφισβήτησης των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και του κύρους του δικαστικού λειτουργήματος, αν δεν υπήρχε η ασφαλιστική δικλείδα της ρητής παράθεσης των επιτρεπόμενων καθηκόντων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη σκέψη 8 οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών των άρθρων 4 και 5 του ν. 4375/2016 αποτελούν ανεξάρτητες αρχές εντασσόμενες στην δομή της εκτελεστικής λειτουργίας του Κράτους, οι οποίες ασκούν αρμοδιότητες «δικαιοδοτικού χαρακτήρα», κατά το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος και συγκροτούνται αποκλειστικά από δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπό την ιδιότητα κρατικών λειτουργών – μελών ανεξάρτητων αρχών της εκτελεστικής λειτουργίας. Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών επιλαμβάνονται υπό τριμελή κατά κανόνα σύνθεση, κατ’ εξαίρεση δε υπό μονομελή. Με τα ανωτέρω δεδομένα ο νομοθέτης προέβλεψε ένα συνεκτικό οργανωτικό σχήμα για να διασφαλισθεί το κατοχυρούμενο στο άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, περί διαδικασιών, «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου» προβλέποντας όργανα εντασσόμενα στην εκτελεστική λειτουργία και αποτελούμενα αποκλειστικά από δικαστές. Πρόκειται για άσκηση αρμοδιοτήτων “δικαιοδοτικού χαρακτήρα” οι οποίες εντάσσονται στην περιοριστική απαρίθμηση του Συντάγματος και ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της οργανωτικής διάρθρωσης του όλου συστήματος, μπορεί, ανεκτώς κατά το Σύνταγμα, να ασκούνται από δικαστές και σε μονομελή σύνθεση για διαδικασίες που προϋποθέτουν ιδιαίτερα μικρές προθεσμίες για την έκδοση της απόφασης, με σκοπό δηλαδή την ταχύτερη περαίωση των υποθέσεων προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

11. Επειδή, όπως προκύπτει από την παραπεμπτική απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου σε συνδυασμό με τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, ο αιτών, κατά δήλωσή του ιθαγένειας Τόγκο, ο οποίος γεννήθηκε στις 31.12.1992, υπέβαλε στις 19.10.2018 αίτημα διεθνούς προστασίας επικαλούμενος φόβο δίωξης για πολιτικούς λόγους. Κατά τη συνέντευξή του ενημερώθηκε ότι το Τόγκο περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ασφαλών χωρών καταγωγής και ότι, ως εκ τούτου, η Υπηρεσία θεωρεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα αυτή, ενημερώθηκε δε περαιτέρω ότι η αίτησή του επρόκειτο να εξετασθεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία και να απορριφθεί ως αβάσιμη, εκτός εάν απεδείκνυε την ύπαρξη σοβαρών λόγων για τους οποίους διέτρεχε τέτοιον κίνδυνο. Πράγματι, με την απόφαση 25709/4.9.2020 του αρμοδίου οργάνου του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίκης η αίτηση του Kodzo Kudapko απερρίφθη σε πρώτο βαθμό ως προδήλως αβάσιμη με την ταχύρρυθμη διαδικασία κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ενδικοφανής προσφυγή του ήδη αιτούντος κατά της πράξης αυτής εισήχθη ενώπιον της 6ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών υπό μονομελή σύνθεση, ενόψει των οριζομένων στο άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκε, που ορίζει ότι στη μονομελή σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, οι οποίες αποφαίνονται επί προσφυγών κατά πράξεων απορριπτικών αιτημάτων διεθνούς προστασίας, εισάγονται υποχρεωτικά, μεταξύ άλλων, οι προσφυγές κατά των πράξεων που έχουν εκδοθεί σε πρώτο βαθμό με την ταχύρρυθμη διαδικασία. Με την απόφαση 26882/27.11.2020 της ανωτέρω 6ης Επιτροπής Προσφυγών απερρίφθη σε δεύτερο βαθμό το επίδικο αίτημα να αναγνωρισθεί ο αιτών ως πρόσφυγας ή ως δικαιούχος επικουρικής προστασίας και διατάχθηκε η επιστροφή του, με οικειοθελή αναχώρηση από την Ελλάδα, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την επίδοση της απόφασης της Επιτροπής Προσφυγών. Με την από 4.6.2021 αίτηση ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ο αιτών αλλοδαπός ζήτησε την ακύρωση της εν λόγω 26882/27.11.2020 απόφασης της 6ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών, προβάλλοντας, εκτός των άλλων λόγων ακυρώσεως, ότι οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκαν, κατά το μέρος που προβλέπουν τη λήψη απόφασης από Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, απαρτιζόμενη από έναν δικαστικό λειτουργό, επί των ειδικότερα αναφερομένων στο άρθρο αυτό υποθέσεων, αντίκεινται στο Σύνταγμα.

12. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο, απαντώντας στο υποβληθέν σε αυτό ερώτημα, κρίνει, κατά πλειοψηφία (βλ. μειοψηφούσα γνώμη στη σκέψη 10) ότι το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό καθηκόντων μονομελούς διοικητικού οργάνου, έστω και αν αυτό ασκεί αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 116 παρ. 2 του ν. 4636/2019 και η εν λόγω παράγραφος αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 30 παρ. 2 του ν. 4686/2020, αντίκειται στο Σύνταγμα, κατά το μέρος που προβλέπει ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών λειτουργούν και υπό μονομελή σύνθεση.

13. Επειδή, μετά την επίλυση του ζητήματος που ετέθη με την 534/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το Δικαστήριο κρίνει, ότι για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την από 4.6.2021 αίτηση ακυρώσεως. Εξάλλου, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με την αίτηση αυτή ο αιτών προέβαλε, εκτός των άλλων λόγων ακυρώσεως, ότι οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, όπως τροποποιήθηκαν, κατά το μέρος που προβλέπουν τη λήψη απόφασης από Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών, απαρτιζόμενη από έναν δικαστικό λειτουργό, επί των ειδικότερα αναφερομένων στο άρθρο αυτό υποθέσεων, αντίκεινται στο Σύνταγμα. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις 9 και 12. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η 26882/27.11.2020 απόφαση της 6ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών υπό μονομελή σύνθεση, με την οποία απερρίφθη σε δεύτερο βαθμό το αίτημα του αιτούντος να του χορηγηθεί διεθνής προστασία και διετάχθη, περαιτέρω, η επιστροφή του, με οικειοθελή αναχώρηση από τη Χώρα, να ακυρωθεί. Περαιτέρω, μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης για τον ως άνω βασίμως προβαλλόμενο λόγο, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Aν και κατά τη γνώμη της μειοψηφίας (σκέψη 10) ο λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.

14. Επειδή, στο άρθρο 95 παρ. 1 περ. α΄ του Συντάγματος ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκει η ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147) προστέθηκε παράγραφος 3β στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η οποία ορίζει τα εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά τον χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης». Με την τελευταία αυτή διάταξη εδόθη η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως (ΣτΕ 4446/2015 Ολομ., 431/2018 Ολομ., 805/2018 7μ., 283/2023 Ολομ.).

15. Επειδή, από το ΓΠ58644/30.10.2024 έγγραφο της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθμ. πρωτ. ΣτΕ 4253/30.10.2024), το ΓΠ22216/29.10.2024 έγγραφο της Γραμματέως του Β΄ Τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (αριθμ. πρωτ. ΣτΕ 4229/29.10.2024) και το ΓΠ22245/30.10.2024 έγγραφο του ΙΑ΄ Τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (αριθμ. πρωτ. ΣτΕ 4231/30.10.2024), τα οποία είναι αποκλειστικώς κατά τόπο αρμόδια για την εκδίκαση διαφορών που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα προκύπτουν τα εξής: α) ο αριθμός των αιτήσεων ακυρώσεως κατά αποφάσεων Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών μονομελούς σύνθεσης επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, οι οποίες έχουν κατατεθεί ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης αλλά δεν έχουν προσδιορισθεί ανέρχεται σε 325 και 5 αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά σε 330, β) ο αριθμός των αιτήσεων ακυρώσεως κατά αποφάσεων Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών μονομελούς σύνθεσης επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, οι οποίες έχουν κατατεθεί ενώπιον των ίδιων Διοικητικών Πρωτοδικείων, έχουν προσδιορισθεί αλλά δεν έχουν συζητηθεί ανέρχεται σε 400 και 21 αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά σε 421, γ) ο αριθμός των αιτήσεων ακυρώσεως κατά αποφάσεων Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών μονομελούς σύνθεσης επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, οι οποίες έχουν κατατεθεί ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων αυτών, έχουν συζητηθεί αλλά εκκρεμεί η έκδοση απόφασης ανέρχεται σε 60 και 20 αντίστοιχα, δηλαδή συνολικά σε 80, δ) ο αριθμός των αιτήσεων ακυρώσεως κατά αποφάσεων Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών μονομελούς σύνθεσης επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, επί των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση, με την οποία αναστέλλεται η πρόοδος της δίκης/η εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας ανέρχεται για το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών σε 376 και για το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης σε 304, δηλαδή συνολικά σε 680. Συνολικά, οι αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες θα γίνονταν καταρχήν δεκτές για τον ως άνω λόγο της αντίθεσης προς το Σύνταγμα της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ανέρχονται σε 1511. Στον αριθμό αυτόν πρέπει να προστεθούν και οι αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες ενδεχομένως θα κατατεθούν μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και τυχόν εφέσεις που εκκρεμούν ή θα κατατεθούν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά αποφάσεων των Διοικητικών Πρωτοδικείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν αίτησης ακυρώσεως αιτούντος διεθνούς προστασίας κατά απόφασης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών υπό μονομελή σύνθεση. Εξάλλου, το καθ’ ου Υπουργείο με το από 8.11.2024 υπόμνημα ζητεί «για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, ενόψει του μεγάλου αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων κατεπείγοντος χαρακτήρα και των καθυστερήσεων που θα ανακύψουν, ως χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της τυχόν αντισυνταγματικότητας να ορισθεί αυτό της λήξης της θητείας των μελών τους».

16. Επειδή, περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται καταρχήν ζήτημα κατάργησης των εκκρεμών δικών λόγω του περιορισμού των συνεπειών της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας και, επομένως, ζήτημα παραβίασης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι το ήδη επιληφθέν Διοικητικό Πρωτοδικείο θα προχωρήσει στην εξέταση της εκκρεμούσης ενώπιόν του αίτησης, ελέγχοντας την κρίση της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών. Εξάλλου, η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας εν προκειμένω δεν στηρίζεται, πάντως, σε κρίση περί μη επάρκειας της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών υπό μονομελή σύνθεση να προβεί σε πλήρη και ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης, όπως απαιτεί η παρ. 3 του άρθρου 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ ούτε, άλλωστε, τίθεται ζήτημα παραβίασης του ενωσιακού δικαίου λόγω της σύνθεσης των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, εφόσον η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 4375/2016, κατά το μέρος που προβλέπει ότι οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών λειτουργούν υπό μονομελή σύνθεση, κρίθηκε αντίθετη μόνο ως προς την παρ. 2 του άρθρου 89 του Συντάγματος. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας α) τον μεγάλο αριθμό των απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι οποίες έχουν κριθεί από Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών υπό μονομελή σύνθεση και β) τις δυσχέρειες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Διοίκηση από την πραγματική κατάσταση που θα προκύψει από τον αναδρομικό χαρακτήρα της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας θα επέλθουν από την προηγούμενη ημέρα της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Ειδικότερα, από την προηγούμενη ημέρα της δημοσίευσης της απόφασης και μετά οι ενδικοφανείς προσφυγές που ασκούνται κατά αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου δεν επιτρέπεται να συζητηθούν από Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών υπό μονομελή σύνθεση.

Δ ι ά τ α ύ τ α

Επιλύει το ζήτημα που ετέθη με την 534/2022 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό.

Κρατεί την υπόθεση, δικάζει και δέχεται την αίτηση ακυρώσεως.

Ακυρώνει την 26882/27.11.2020 απόφαση της 6ης Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών.

Απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος τόσο για τη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του προδικαστικού ερωτήματος, όσο και για τη δίκη επί της αίτησης ακυρώσεως.

Ορίζει ως χρόνο έναρξης των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας την προηγούμενη ημέρα της δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, ημέρα από την οποία και μετά δεν επιτρέπεται πλέον η συζήτηση ενδικοφανών προσφυγών από Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών υπό μονομελή σύνθεση.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2024 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Ιουνίου 2025.

Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας