Πριν 3 έτη, στα πλαίσια χειρισμού υπόθεσης που αφορούσε αιτούντα διεθνούς προστασίας, επιχειρηματολογήσαμε ως προς την αντισυνταγματικότητα διάταξης του ν. 4375/2016 για τη συγκρότηση Μονομελών Επιτροπών Προσφυγών, αποτελούμενων αποκλειστικά από διοικητικούς δικαστές (η οποία ισχύει, διευρυμένη, και με τον ισχύοντα ν. 4636/2019). Οι νομικοί ισχυρισμοί ποθανολογηθηκαν βάσιμοι από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο αυτεπάγγελτα παρέπεμψε, λόγω σπουδαιότητας, για πιλοτική δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Προ λίγων ημερών, δημοσιεύθηκε η υπ' αρ. 881/2024 απόφαση του Δ' Τμήματος του ΣτΕ. Με βαση την πλειοψηφία, κρίνεται ότι η επίμαχη διάταξη αντίκειται στο α. 89 του Συντάγματος, ενώ τελικά το ζήτημα παραπέμπεται για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ. Το επιχείρημα που η πλειοψηφία υιοθέτησε και το οποίο είχαμε επικαλεστεί στα πλαίσια της δίκης, ήταν πρωτίστως η γραμματική διατύπωση του α. 89 που επιτρέπει κατ' εξαίρεση την συμμετοχή δικαστών σε "συμβούλια ή επιτροπές", άρα συλλογικά όργανα της διοίκησης, αφετέρου κατόπιν ιστορικής, συστηματικής και τελεολογικης ερμηνείας, προς τον σκοπό της διαφύλαξης του κύρους των δικαστών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την 14η σκέψη της ως άνω απόφασης "14. Επειδή, κατά την γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, από την γραμματική, ιστορική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 89 του Συντάγματος, και ιδίως της παραγράφου 2 αυτού, συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό καθηκόντων μονομελούς διοικητικού οργάνου. Τούτο προκύπτει, πρώτον, από το γράμμα της παραγράφου 2 του άρθρου 89, η οποία αναφέρεται σε «συμμετοχή» σε συμβούλια ή επιτροπές, προϋποθέτει δηλαδή συλλογικά όργανα της Διοίκησης. Όπου το Σύνταγμα, άλλωστε, αναφέρεται σε «συμβούλια» ή «επιτροπές» εννοεί συλλογικά όργανα (βλ. ιδίως άρθρα 16 παρ. 6, 47 παρ. 1, 68 ιδίως παρ. 3, 70 ιδίως παρ. 5, 71, 72 παρ. 3 και 4, 81 παρ. 1, 82 παρ. 4, 90 παρ. 1, 91 παρ. 2 και 3, 92 παρ. 3, 102 παρ. 4, 103 παρ. 4), τα οποία αντιδιαστέλλει προς τα «μονοπρόσωπα όργανα» (άρθρο 56 παρ. 1). Δεύτερον, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, υπέρ της ερμηνευτικής αυτής εκδοχής συνηγορεί η ιστορική ερμηνεία της διάταξης, εφόσον δεν αντικρούσθηκαν οι επισημάνσεις βουλευτή ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση καθηκόντων μονομελούς διοικητικού οργάνου από δικαστικό λειτουργό. Στο ίδιο συμπέρασμα άγει, τρίτον, και η συστηματική (λογική) ερμηνεία της διάταξης, η οποία, ως εισάγουσα εξαίρεση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 89 γενικό κανόνα της απαγόρευσης της άσκησης διοικητικών καθηκόντων από δικαστικό λειτουργό, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. ΣτΕ 3503/2009 Ολομ., 852/2016). Τέταρτον, εφόσον σκοπός των εισαχθεισών με την αναθεώρηση του έτους 2001 ρυθμίσεων του άρθρου 89 του Συντάγματος είναι, κατά τα προλεχθέντα, η διαφύλαξη του κύρους των δικαστικών λειτουργών που μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση όταν ο δικαστής εντάσσεται έστω και περιστασιακά στην εκτελεστική λειτουργία του κράτους, τυχόν αντίθετη ερμηνεία της παραγράφου 2 του άρθρου 89, κατά την οποία το Σύνταγμα δεν διακρίνει μεταξύ των μονομελών και των συλλογικών οργάνων από την άποψη που ενδιαφέρει εν προκειμένω, δεν θα ήταν σύμφωνη με τον κατά τα ανωτέρω σκοπό της συνταγματικής διάταξης διότι κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού υφίσταται πολλώ μάλλον στην περίπτωση του συγκροτούμενου από δικαστικό λειτουργό μονομελούς διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 2981/2010, 2982/2010, βλ. και ΑΔΣΔΔ 33/2012, ΠΕ 113/2017). Το γεγονός ότι οι διατάξεις του αστικού, ποινικού και διοικητικού δικονομικού δικαίου προβλέπουν την άσκηση δικαιοδοτικού έργου όχι μόνον από πολυμελή αλλά και από μονομελή δικαστήρια, το οποίο επικαλείται το Δημόσιο αναφερόμενο στην προμνησθείσα γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, είναι άμοιρο επιρροής εν προκειμένω, διότι ο κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού, τον οποίο επεδίωξε να αποτρέψει η συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, μπορεί να προκύψει από την «ανάμιξή του στα διοικητικά έργα [η οποία] δημιουργεί αφορμές να υφίσταται κριτική, δικαία ή άδικη, κριτική πάντως υποσκάπτουσα το κύρος του» (αγόρευση του Γ.-Α. Μαγκάκη στην συνεδρίαση της 10ης Μαΐου 1975 της Βουλής, όπου ανωτέρω σελ. 655), και όχι όταν ο δικαστικός λειτουργός ασκεί το κύριο έργο του έστω και ως μονομελές δικαιοδοτικό όργανο. Δεν είναι δε επιτυχής, εν προκειμένω, ούτε η απόπειρα ερμηνείας της κρίσιμης συνταγματικής διάταξης με επιχειρήματα που αντλούνται από την κοινή νομοθεσία (τις διατάξεις περί διοικητικών οργάνων που ασκούν αρμοδιότητες δικαιοδοτικού χαρακτήρα στον χώρο του αθλητισμού), όπως επιχειρεί εν προκειμένω το Δημόσιο. Τέλος, η κατά το άρθρο 89 παρ. 2 του Συντάγματος συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού και δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές διακρίνεται σαφώς από την άσκηση από (τα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια) αρμοδιοτήτων διοικητικής φύσης κατά το άρθρο 94 παρ. 4 του Συντάγματος: στην πρώτη περίπτωση οι δικαστικοί λειτουργοί ενεργούν ως όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας, ενώ στην δεύτερη περίπτωση το πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο δρα ως «δικαστήριο» σύμφωνα με τους οικείους γενικούς ή ειδικούς δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι δεν αποκλείεται, κατά τα προεκτεθέντα, να αναθέτουν την σχετική αρμοδιότητα σε μονομελή δικαιοδοτικά όργανα".
Το συνολικό κείμενο της απόφασης θα είναι σύντομα διαθέσιμο στη nomos.