Μιχαήλ Β. Μήττας

Introduction

Δεκτή προσφυγή μας για εξωιδρυματικό επίδομα αναπηρίας ΕΦΚΑ/τ. ΙΚΑ

Δεκτή προσφυγή μας για εξωιδρυματικό επίδομα αναπηρίας ΕΦΚΑ/τ. ΙΚΑ

Σε περίπτωση ατόμου με ποσοστό αναπηρίας 85% λόγω ημιπληγίας (παράλυση δεξιάς πλευράς, κατόπιν εγκεφαλικού επεισοδίου), που κατέθεσε αίτηση για χορήγηση του προβλεπόμενου από το άρθρο 42 παρ. 1 του Ν. 1140/1981 μηνιαίο εξωιδρυματικό επίδομα παραπληγίας, με η Τοπική Διοικητική Επιτροπή (Τ.Δ.Ε.) του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Μισθωτών Ε.Φ.Κ.Α Θεσσαλονίκης, σε συνέχεια όμοιας κρίσης της αρμόδιας επιτροπής των ΚΕΠΑ (Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας), αποφάνθηκε αρνητικά, επικαλούμενη ότι η συγκεκριμένη πάθηση δεν επιφέρει τις ίδιες λειτουργικές συνέπειες με τις ρητά αναφερόμενες στο νόμο. Κατόπιν τούτου ασκήθηκε προσφυγή ενόψει της ελλιπούς και μη ειδικής αιτιολογίας της.

Στο άρθρο 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, ορίζεται ότι «ασφαλισμένοι φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κρινόμενοι από Ειδική Επιτροπή, ως πάσχοντες εκ τετραπληγίας - παραπληγίας με ποσοστό ιατρικής αναπηρίας 67% και άνω δικαιούνται μηνιαίου εξωϊδρυματικού επιδόματος». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του ν. 3232/2004, όπως ισχύει, προβλέπονται συγκεκριμένες παθήσεις για τις οποίες χορηγείται το εν λόγω επίδομα, ήτοι μυασθένεια μυοπάθεια, ακρωτηριασμό των δύο άνω ή κάτω άκρων ή κατά το ένα άνω και ένα κάτω άκρο, φωκομέλεια, σκλήρυνση κατά πλάκας που επιφέρει παραπληγία- τετραπληγία, ακρωτηριασμό του ενός άνω ή κάτω άκρου. Όπως, όμως, έχει παγίως κριθεί (ΣτΕ 824/2020 σκ.14, 1228/2019 σκ.3, 630/2019 σκ.7, 746/2017 σκ.7, 2820/2015 σκ.4) το εξωιδρυματικό επίδομα, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, δικαιούνται όχι μόνον όσοι πάσχουν από τις ρητά αναφερόμενες στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 42 παρ.1 του ν. 1140/1981, 5 παρ.2 του ν. 3232/2004 και 61 παρ.5 του ν. 3518/2006 παθήσεις της τετραπληγίας και παραπληγίας, αλλά, για την ταυτότητα του λόγου, και όσοι πάσχουν από ασθένειες, οι οποίες, κατά την κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, επιφέρουν την ίδια, όπως οι δύο αυτές παθήσεις, μορφή αναπηρίας. Η ανωτέρα διαμορφωθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας υιοθετήθηκε από τον νομοθέτη και με τον  ν. 4554/2018, στο άρθρο 56 του οποίου ορίζονται τα εξής: «Το εξωιδρυματικό επίδομα που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68) χορηγείται όχι μόνον σε όσους πάσχουν από τις ρητά αναφερόμενες στη διάταξη αυτή παθήσεις της τετραπληγίας και παραπληγίας, αλλά και σε όσους πάσχουν από ασθένειες οι οποίες, κατά την κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, επιφέρουν την ίδια, όπως αυτές οι παθήσεις, μορφή αναπηρίας». Το δικαστήριο επισημαίνει στην απόφασή του ότι στην περίπτωση που η εν λόγω αρμόδια υγειονομική επιτροπή διαπιστώσει ότι η πάθηση του ασφαλισμένου δεν είναι τετραπληγία ή παραπληγία, πρέπει να εκφέρει ειδικώς αιτιολογημένη κρίση περί του εάν αυτή επιφέρει ή όχι την ίδια μορφή αναπηρίας, όπως οι ανωτέρω δύο ρητώς μνημονευόμενες στο νόμο παθήσεις, διότι πρόκειται για ζήτημα ιατρικής φύσης που επαφίεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εν λόγω επιτροπών.

Τα διοικητικά δικαστήρια ωστόσο δεν έχουν καταρχήν αρμοδιότητα για την διατύπωση υγειονομικής κρίσης, η οποία είναι αποτέλεσμα ιατρικής εξέτασης, που κατά το νόμο διεξάγεται από τα ΚΕΠΑ. Εφόσον λοιπόν διαπιστώσουν ότι η γνωμάτευση των ΚΕΠΑ δεν είναι ειδικώς αιτιολογημένη, έχουν τη δυνατότητα να αναπέμψουν την υπόθεση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, με σκοπό την παροχή διευκρινίσεων ή την πληρέστερη αιτιολόγηση των σχετικών προς τα ανωτέρω θέματα ζητημάτων, διότι το αναιτιολόγητο των ως άνω ιατρικών γνωματεύσεων καθιστά αναιτιολόγητες και τις αποφάσεις των προαναφερθέντων ασφαλιστικών οργάνων και των δικαστηρίων που στηρίζονται στις γνωματεύσεις αυτές. Περαιτέρω, όταν τα διοικητικά δικαστήρια, επιλαμβανόμενα αιτήματος για τη χορήγηση του ανωτέρω επιδόματος υποχρεώνουν, με προδικαστική απόφαση, τα υγειονομικά όργανα του Ε.Φ.Κ.Α., να αποφανθούν επί των ανωτέρω ιατρικής φύσης θεμάτων, τα υγειονομικά, όμως, όργανα παραλείπουν την υποχρέωσή τους αυτή εμμένοντας σε ελλιπώς αιτιολογημένες γνωματεύσεις, τα ως άνω δικαστήρια είτε αναπέμπουν για μία ακόμη φορά την υπόθεση ενώπιον των αρμοδίων υγειονομικών οργάνων, είτε κρίνουν επί του αιτήματος του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, αφού προηγουμένως εκφέρουν κρίση επί των ως άνω ιατρικής φύσης θεμάτων, χρησιμοποιώντας τα προς τούτο πρόσφορα αποδεικτικά μέσα. Και τούτο, διότι η παράλειψη των οικείων υγειονομικών οργάνων να γνωματεύσουν προσηκόντως, κατόπιν μάλιστα της εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως από δικαστήριο της ουσίας, δεν είναι δυνατόν να αποβεί τελικώς εις βάρος του ασφαλισμένου. Στην περίπτωση αυτή τα διοικητικά δικαστήρια έχουν μάλιστα πλήρη δικαιοδοσία, όχι μόνο να ακυρώσουν την προσβαλλόμενη πράξη αλλά να προβούν και στη διαμόρφωση του ουσιαστικού περιεχομένου του ασφαλιστικού δικαιώματος.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσκομισθείσα, κατόπιν προδικαστικής κρίσης, γνωμάτευση της Α.Υ.Ε. του ΚΕ.Π.Α δεν είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, διότι η Επιτροπή παρέλειψε να εκφέρει ειδική κρίση σχετικά με το αν η διαπιστωθείσα πάθηση επέφερε ή όχι στον αιτούντα (ήδη κατά τον χρόνο εκδίκασης, αποβιώσαντα) την ίδια ή ισοδύναμη, από λειτουργική άποψη, μορφή αναπηρίας με την παραπληγία - τετραπληγία και να αξιολογήσει τις συνέπειες αυτής στη λειτουργία του κινητικού συστήματος και στην εν γένει λειτουργική του ικανότητα, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού ποσοστού αναπηρίας, για το χρονικό διάστημα από 17-12-2013 έως 17-7-2018, παρότι μάλιστα για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 18-7-2018 έως 20-7-2018, έκρινε ότι η ίδια πάθηση ενέπιπτε στο ν. 4554/2018, καθώς επέφερε στον αποβιώσαντα συνταξιούχο την ίδια μορφή αναπηρίας με την παρατετραπληγία.

Εφόσον, για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (17-12-2013 έως 17-7-2018) οι κρίσεις της επιτροπής δεν δεσμεύουν το δικαστήριο ενόψει της ελλιπούς και μη ειδικής αιτιολογίας τους, το Δικαστήριο προέβη σε ελεύθερη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και διαθέσιμων αποδείξεων, όπως για παράδειγμα το είδος και την φύση των διαπιστωθεισών παθήσεων του αποβιώσαντος (βαρεία σπαστική δεξιά ημιπληγία με αφασία κινητικού τύπου) οι οποίες του προσέδιδαν, σύμφωνα με τις επίμαχες γνωματεύσεις ποσοστό κινητικής αναπηρίας 80% και συνολικό ποσοστό αναπηρίας 85% κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ενώ για το χρονικό διάστημα από 18-7-2018 μέχρι τον θάνατό του κρίθηκε ότι επέφεραν σε αυτόν την ίδια μορφή αναπηρίας με την παρατετραπληγία. Περαιτέρω, συνεκτιμάται η κλινική εικόνα του αποβιώσαντος κατά την κατ΄ οίκον εξέτασή του, όπως αυτή διαπιστώθηκε αφενός μεν με την  γνωμάτευση της ΑΥΕ («κατακεκλιμένος με πλήρη αδυναμία ορθοστάτισης, βάδισης, φέρει πάνα ακράτειας, μόνιμο ουροσυλλέκτη…»), αφετέρου δε με την προσκομισθείσα σε εκτέλεση προδικαστικής απόφασης νέα γνωμάτευση, στην οποία γίνεται σαφής μνεία στο γεγονός ότι κατά την εξέτασή του από την Επιτροπή το 2014 ο αποβιώσας είχε προσέλθει σε αναπηρικό αμαξίδιο και παρουσίαζε ομοίως αδυναμία ορθοστάτισης, βάδισης και αφασία κινητικού τύπου. Επιπροσθέτως, σε όλες τις ανωτέρω γνωματεύσεις διαλαμβάνεται κρίση ότι ο αποβιώσας έχρηζε βοήθειας και συμπαράστασης τρίτου προσώπου, γεγονός που καταδεικνύει την αδυναμία αυτοεξυπηρέτησής του για την ικανοποίηση των καθημερινών λειτουργικών του αναγκών, συνεκτιμωμένης και της προχωρημένης ηλικίας του κατά τον κρίσιμο χρόνο (86-90 ετών).

Ενόψει των ανωτέρω κρίθηκε ότι ο (ήδη θανών) προσφεύγων δικαιούνταν να λάβει για το χρονικό διάστημα από 17-12-2013 έως 20-7-2018 το επίδικο εξωιδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981, η δε προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε., που έκρινε αντίθετα, είναι μη νόμιμη και πρέπει, για το λόγο αυτό, να ακυρωθεί, όπως βασίμως προβλήθηκε με την κρινόμενη προσφυγή. Συναφώς, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι ο καθ΄ ου φορέας οφείλει να καταβάλει στον εκ διαθήκης κληρονόμο του αποθανόντος δικαιούχου το ποσό που αντιστοιχεί στο επίδικο επίδομα για το ως άνω χρονικό διάστημα, νομιμοτόκως από την κατάθεση της κρινόμενης προσφυγής.